- φτωχοπερήφανος
- -η, -ο, Ν1. άνθρωπος φτωχός αλλά περήφανος2. (με αρνητική σημ.) ψωροπερήφανος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτωχοπερήφανος — η, ο 1. ο φτωχός αλλά περήφανος (αξιοπρεπής). 2. (ειρωνικά), ψωροπερήφανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek